- Γαυρίω
- Γαύριονneut nom/voc/acc dualΓαύριονneut gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γαυριώ — γαυριῶ ( άω) (AM) [γαύρος] 1. υπερηφανεύομαι, καμαρώνω (α. «ὥσπερ ἵπποις γαυριῶσι καὶ φρυαττομένοις πρὸς τοὺς ἀγῶνας» άλογα που καμαρώνουν και φρουμάζουν για να πάρουν μέρος στους αγώνες, Πλούτ. β. «ἐγαυριῶντο ἐπὶ ξίφεσιν», ΠΔ 2. είμαι γεμάτος,… … Dictionary of Greek
γαυριῶ — γαυριάω bear pres imperat mp 2nd sg γαυριάω bear pres subj act 1st sg (attic epic ionic) γαυριάω bear pres ind act 1st sg (attic epic ionic) γαυριάω bear imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαυριάζω — 1. (για ανθρώπους και ζώα) κατέχομαι από σφοδρή σαρκική ορμή, βαρβατεύω 2. γαυριώ*, καμαρώνω 3. εκδηλώνω όλη μου τη ζωτικότητα για να πετύχω κάτι 4. εξαγριώνομαι, μαίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. γαυριώ, με μεταπλασμό κατά τα εις ζω (πρβλ. ρουφίζω… … Dictionary of Greek
γαυρίαμα — το (Α γαυρίαμα) [γαυριώ] 1. εκείνο για το οποίο καυχάται κάποιος, το καύχημα αρχ. έπαρση, αλαζονεία … Dictionary of Greek
γαυρίζω — εξαγριώνομαι, μαίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. τού γαυριώ κατ άλλους γαυρίζω < γαύρα] … Dictionary of Greek
επιγαυριώ — ἐπιγαυριῶ, άω (Α) χαίρομαι υπερβολικά για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γαυριώ «υπερηφανεύομαι, καυχώμαι» (< γαύρος «υπερήφανος αυθάδης»)] … Dictionary of Greek
κορυπτιώ — κορυπτιῶ, άω (Α) (κατά τον Ησύχ.) «γαυριῶ», υπερηφανεύομαι, καμαρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κορύπτω κατά τα εφετικά ρ. σε ιῶ] … Dictionary of Greek
συγγαυριώ — όω, Α περηφανεύομαι, καμαρώνω και εγώ μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + γαυριῶ «περηφανεύομαι, καμαρώνω» (< γαῦρος «καμαρωτός, περήφανος»)] … Dictionary of Greek
ψηρτώ — και ψηρτιῶ, άω, Α (κατά τον Στέφ. Βυζ.) «γαυριῶ» … Dictionary of Greek